- ἄψορρος
- ἄψορρος, ον,A going back, backwards,
ἄψορροι κίομεν Il.21.456
;ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο 3.313
;ἐκ δόμων ἄ. . . περᾷ S.Ant.386
, cf. OT431: mostly in neut. ἄψορρον as Adv., backward, back again,ἄψορρον . . ἔβη Il.7.413
;ἄ. οἱ θυμὸς ἀγέρθη 4.152
;ἄ. προσέφην Od.9.282
;ἄψορρον ἥξεις A.Pr.1021
, cf. S.El.53; ὦ παῖδες, οὐκ ἄψορρον (sc. ἄπιτε); ib.1430;οὐκ ἄ. ἐκνεμῇ πόδα; Id.Aj.369
(lyr.). (For ἄψ-ορσος, cf. παλίν-ορσος.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.